Θέρμος ή Θέρμο

Θέρμος ή Θέρμο
Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψομ. 360 μ., 1.898 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Θέρμου. Κοντά στον οικισμό, στο οροπέδιο κάτω από το βουνό Μέγας Λάκκος βρίσκονται τα ερείπια του αρχαίου Θ. Ο χώρος κατοικήθηκε από το τέλος του 14ου αι. π.Χ. έως τα ρωμαϊκά χρόνια και φαίνεται (πυρές θυσιών) ότι είχε πάντοτε σχέση με τη λατρεία. Τα πρώτα κτίσματα ήταν ξυλόπλεκτες καλύβες χωρίς λίθινα θεμέλια. Ακολούθησαν τα αψιδωτά κτίσματα και σχεδόν σύγχρονα τα ορθογώνια. Γύρω στο 1200 π.Χ. τοποθετήθηκε το σπουδαιότερο ελλειψοειδές κτίριο, το μέγαρο Α (διαστάσεις 22x6 μ.), που χωριζόταν σε τρία μέρη, είχε λίθινα θεμέλια και ξυλόπλεκτους τοίχους επιχρισμένους με πηλό. Μετά την καταστροφή του χτίστηκε το μέγαρο Β (21,40χ7,30 μ.), ορθογώνιο με ελαφρά καμπύλους τους πλευρικούς και τον πίσω τοίχο, ίδιο κατά τα άλλα με το μέγαρο Α. Στα γεωμετρικά χρόνια δημιουργήθηκε γύρω του ελλειψοειδής κιονοστοιχία. Στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. ιδρύθηκε στη θέση του ο ναός του Απόλλωνα Θερμίου, με δωρικούς ξύλινους κίονες γύρω του και εσωτερική κιονοστοιχία για τη στήριξη της στέγης. Βρέθηκαν άλλοι δύο αρχαϊκοί ναοί, του Απόλλωνα Λυσείου και της Λάφρια Άρτεμης, ίδιοι στην κατασκευή με τον προηγούμενο, δηλαδή λίθινα θεμέλια, ξύλινοι τοίχοι, κίονες και πήλινες μετόπες, γείσα και κεραμίδια. Αργότερα, η ξύλινη κιονοστοιχία του ναού του Απόλλωνα αντικαταστάθηκε με λίθινη και στα ελληνιστικά χρόνια προστέθηκε η βάση του ναού. Η θρησκευτική σπουδαιότητά του έκανε τον Θ. κέντρο του κοινού των Αιτωλών, οι οποίοι μετά τη νίκη τους κατά των Γαλατών, το 279 π.Χ. (σώθηκε το τρόπαιο), ανέπτυξαν τη μεγαλύτερη δύναμή τους. Διαιρέθηκε επίσης ο περίβολος του ιερού του 3ου αι. π.Χ. (340x200 μ.), με πύλες και πύργους, τρεις ελληνιστικές στοές, κρήνη και βουλευτήριο (20x20 μ.), εξέδρες και βάθρα. Όταν οι Μακεδόνες με αρχηγό τον Φίλιππο E’ κατέσκαψαν τον Θ. (206 π.Χ.), κατέστρεψαν περισσότερους από 2.000 ανδριάντες. Τότε το ιερό εγκαταλείφθηκε και το κέντρο στη ρωμαϊκή εποχή μεταφέρθηκε πιθανώς στη Νικόπολη. Στο αρχαιολογικό μουσείο του οικισμού υπάρχουν οι θαυμάσιες ζωγραφιστές πήλινες μετόπες του ναού (ορισμένες και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας), αγγεία και επιγραφές. Κοντά στον Θ., στο χωριό Ταξιάρχες, πατρίδα του Κοσμά του Αιτωλού, υπάρχουν στην κορυφή Άγιος Ηλίας δύο μικροί λίθινοι ναοί της αρχαϊκής εποχής. Τα ερείπια του πρυτανείου στην αρχαία πόλη Θέρμος της Αιτωλοακαρνανίας. Μία από τις περίφημες πήλινες μετόπες του ναού του Απόλλωνα στον Θέρμο της Αιτωλοακαρνανίας, η οποία εικονίζει τρεις ένθρονες θεές (περ. 625 π.Χ.), εξαίρετης τέχνης (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

  • Θέρμο — Οικισμός της Αιτωλοακαρνανίας. Βλ. λ. Θέρμος ή Θέρμο …   Dictionary of Greek

  • θερμώ — (Α θερμώ, όω) [θερμός] καθιστώ θερμό κάτι, ζεσταίνω …   Dictionary of Greek

  • ξηραντήρες — Συσκευές στις οποίες γίνεται η ξήρανση των στερεών ουσιών. Η αρχή της λειτουργίας τους συνίσταται στην επαφή του υλικού με θερμό αέρα, σε θερμοκρασία λιγότερο ή περισσότερο υψηλή, και στη διοχέτευση, στο εσωτερικό της συσκευής, του θερμού ακόμα… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… …   Dictionary of Greek

  • φιλόθερμος — η, ο / φιλόθερμος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσει η θερμότητα, η ζέστη νεοελλ. αυτός που ευδοκιμεί ή αναπτύσσεται σε θερμό περιβάλλον («φιλόθερμα φυτά» β. «φιλόθερμοι μύκητες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θερμός (πρβλ. ομοιό θερμος)] …   Dictionary of Greek

  • άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”